υβόδους

υβόδους
-οντος, ο, Ν
(παλαιοντ.) γένος σελάχιων ιχθύων που έχουν εκλείψει και τών οποίων απολιθωμένα λείψανα ανακαλύφθηκαν σε στρώματα τού μεσοζωικού αιώνα στην Ευρώπη και στην Αφρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hybodus (< ὕβος + ὀδούς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”